αυτοδηλητηρίαση

αυτοδηλητηρίαση
[-ις (-εως)] η самоотравление; автоинтоксикация (мед. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αυτοδηλητηρίαση" в других словарях:

  • αυτοδηλητηρίαση — η δηλητηρίαση του οργανισμού από δικά του μεταβολικά προϊόντα, η οποία οφείλεται σε διαταραχές του ήπατος, των νεφρών ή των εντέρων …   Dictionary of Greek

  • κοπραναιμία — και κοπραιμία, η ιατρ. αυτοδηλητηρίαση τού οργανισμού, για την οποία πιστευόταν ότι οφείλεται σε απορρόφηση προϊόντων αποσύνθεσης τών κοπράνων σε περιπτώσεις παρατεταμένης δυσκοιλιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. copremia < copr… …   Dictionary of Greek

  • Μέτσνικοφ, Ιλία Ίλιτς — (Ilya Ilich Mechnikov, Χάρκοβο Ουκρανίας 1845 – 1916). Ρώσος βιολόγος και παθολόγος, ένας από τους ιδρυτές της εξελικτικής εμβρυολογίας. Ο Μ. αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρκοβο το 1864. Ειδικεύτηκε στη βιολογία σε πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»